ξυνάν

ξυνάν
ξυνάν v. ξυνάων.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξυνᾶν — ξῡνᾶν , ξυνός common masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήων — ξυνήων, ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α) 1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.) 2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • νεάν — νεάν, ὁ (ΑΜ) νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος, κατά τα ξυνός: ξυνάν, μέγιστος: μεγιστάν, εκτός αν πρόκειται για δωρ. τ. (πρβλ. Ἕλληνες Ἑλλᾶνες)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”